σκήλῃ

σκήλῃ
σκάλλω
stir up
aor subj mid 2nd sg
σκάλλω
stir up
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”